πριονοκορδέλα

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. μηχανή κοπής ξύλων που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης ή, παλαιότερα, με υδραυλική ενέργεια (νερόμυλο) και χρησιμοποιεί ως κοπτικό μέσο χαλύβδινη ταινία με οδόντωση και συγκολλημένη στα δύο άκρα της, η οποία περιστρέφεται από δύο τροχαλίες όπως συμβαίνει με έναν ιμάντα
2. η χαλύβδινη οδοντωτή ταινία, που αποτελεί το κύριο εξάρτημα της παραπάνω μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κορδέλα].