προασπιστής

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., D.H.3.14 (dub.l.), Ph.1.638.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ, = Vorigem, D. Hal. 3, 14.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. προασπίστρια, Ν
υπερασπιστής, προστάτης («τῆς ἀληθείας προασπισταί», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω. Ο τ. του θηλ. προασπίστρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].