A rinse out first, Gal.11.132, Androm. ap.eund.12.631, Apollon.ib.647.
προεκκλύζω: ἐκπλύνω τι πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 387.
Αξεπλένω κάτι προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].