προεκκλύζω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A rinse out first, Gal.11.132, Androm. ap.eund.12.631, Apollon.ib.647.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκλύζω: ἐκπλύνω τι πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 387.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].