προπάθεια

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ἡ,

   A preliminary experience, anticipation, ἐλπίς ἐστι π. τις Ph.Fr.17 H.: pl., anticipations of suffering, Plu.2.666d; premonitory symptoms of disease, ib.127c.    2 previous experience, Id.Fr.7.10.

German (Pape)

[Seite 738] ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit, Plut. Symp. 4, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προπάθεια: ἡ, τὰ πρῶτα συμπτώματα νόσου, Πλούτ. 2. 127D· ἴδε Wytt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pressentiment d’un mal.
Étymologie: πρό, πάθος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης της ψυχής
αρχ.
1. προαίσθηση για κάτι
2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. συμ-πάθεια].