πρόσημαι

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A to be seated at or close to, c. dat., δώμασιν προσήμεναι A. Ag.1191; νερτέρᾳ π. κώπῃ ib. 1617; βωμοῖσι S.OT15: rarely c. acc., καρδίαν προσήμενος A.Ag.834: generally, to be or lie near, νᾶσοι . . τᾷδε γᾷ προσήμεναι Id.Pers.881 (lyr.).    II besiege, πύργοισι E. Rh.390.

German (Pape)

[Seite 764] (s. ἧμαι), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., χαίρω σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ προσέζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, μετὰ δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ αὐτόθι 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. καθίζω ΙΙ)· ― καθόλου, εἶμαι ἢ κεῖμαι πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 être assis près de, τινι ; être situé près de, être voisin de;
2 avec mouv. se fixer dans, s’enfoncer dans, acc..
Étymologie: πρός, ἧμαι.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ.
β. «προσήμεθα βωμοῑσι», Σοφ.)
2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἧμαι «κάθομαι»].