προσκατατάσσω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A append, subjoin, Plb.3.20.1.    2 assign, τὸ γλυκὺ ὕδωρ τῇ γῇ Ph.1.31; τὸ ὑγρὸν τῷ αἰθέρι Corn.ND32.    3 attach, τῷ θεῷ ἑαυτόν Arr.Epict.4.1.98, cf. 89,91:—fut. Pass. τοὺς -τᾰγησομένους OGI56.27 (Canopus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ordnen; Cornut. 32; Pol. 3, 20, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατάσσω: κατατάσσω, προσαρτῶ, ἐπισυνάπτω, προσκολλῶ, Πολύβ. 3. 20, 1· ― πρ. ἑαυτόν τινι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1. 98, πρβλ. 89. 92, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 32.

French (Bailly abrégé)

ranger en outre :
1 ajouter, acc.;
2 unir à, appliquer à, τινι.
Étymologie: πρός, κατατάσσω.

Greek Monolingual

Α
1. κατατάσσω επί πλέον
2. εξαρτώ ή προσαρτώ επί πλέον, επισυνάπτω («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)
3. προσκολλώ κάποιον σε κάτι, επιβάλλω σε κάποιον αφοσίωση προς κάτι («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.).