προσαρτώ

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

προσαρτῶ, -άω, ΝΑ
προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καθιστώ μία περιοχή τμήμα του κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους
αρχ.
1. αγγίζω
2. μτφ. προσθέτωπολλά τίνα προσαρτῶμεν τῇ στρατηγία», Πολ.)
3. παθ. προσαρτῶμαι, -άομαι
μτφ. α) είμαι συνδεδεμένος με κάποιον («προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν», Ξεν.)
β) είμαι αφοσιωμένος σε πρόσωπο ή πράγμα (α. «προσαρτᾶσθαι μειρακίοις», Πλούτ.
β. «ἡδονῇ προσηρτημένοι», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].