προσθίδιος

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

α, ον, poet. for sq., Nonn.D.1.316.

German (Pape)

[Seite 766] poet. = πρόσθιος, Nonn. D. 1, 316.

Greek (Liddell-Scott)

προσθίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 316· καὶ πόδα προσθίδιον νότιόν τε θοοῖο λαγωοῦ Ποιητ. παρὰ Φαβρικ. 4. 105 ἔκδ. Harles.

Greek Monolingual

και προστίζιος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρόσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθ-ίδιος)].