προσκαθέλκω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

aor. part. -ελκύσας,

   A haul down besides, πλοῖα Plu.Cam.8.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα, καθέλκω, καταβιβάζω εἰς τὴν θάλασσαν προσέτι, πλοῖα Πλουτ. Κάμιλλ. 8.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαθέλξω, ao. προσκαθείλκυσα, etc.
en parl. de navires mettre à la mer avec (d’autres).
Étymologie: πρός, καθέλκω.

Greek Monolingual

Α
σύρω κάτω, κατεβάζω στη θάλασσα επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω, καταβιβάζω»].