προσκαταπλάσσω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A apply as a plaster, Heras ap. Gal.12.819, Paul.Aeg.3.81, Paraphr. Poet.de herb.86.

Greek Monolingual

ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].