προσκαταίρω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

1 aor. -κατῆρα, τῷ στόλῳ

   A sail down against, D.S.11.61.

German (Pape)

[Seite 768] (s. αἴρω), τῷ στόλῳ, mit der Flotte aufbrechen, D. Sic. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταίρω: καταπλέω ἐναντίον τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον Διόδ. 11. 61.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»].