πρόσκαυσις

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A burning, of bread, Dieuch. ap. Orib.4.5.2; of food, Plu.2.461c.    II metaph., ardour, passion, Phld.Rh.1.361S.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α προσκαίω
1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο της επιφάνειας ή της κόρας
2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος.