προσωπογραφία

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. (καλ. τεχν.) απεικόνιση της φυσιογνωμίας ενός προσώπου με σχέδιο, ζωγραφική, φωτογραφία, κν. πορτραίτο
2. (κατ' επέκτ.) α) λεπτομερής περιγραφή της ψυχικής φυσιογνωμίας, δηλ. τών αρετών και ελαττωμάτων ενός προσώπου
β) η ικανότητα για μια τέτοια περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopographie (< πρόσωπο + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκ. Σκούφο].