προχωννύω

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

pf. -κέχωκα,

   A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30.    II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].