πτερνιστήρας
Greek Monolingual
ο / πτερνιστήρ, -ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ
μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει, κν. σπιρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερνίζω + επίθημα -τηρ(ας), πρβλ. σωφρονισ-τήρ].