πύκνωση
Greek Monolingual
η / πύκνωσις, -ώσεως, ΝΑ πυκνῶ
1. συμπύκνωση, σύμπτυξη (α. «πύκνωση του διαλύματος» β. «τὸ νέφος πύκνωσις ἀέρος», Αριστοτ.)
2. η τοποθέτηση του στρατεύματος σε πυκνή τάξη
νεοελλ.
1. αύξηση της συχνότητας («σημειώνεται πύκνωση τών επισκέψεων ξένων επισήμων»)
2. βιολ. ο κυτταρικός εκφυλισμός που περιλαμβάνει συμπύκνωση του πυρηνικού περιεχομένου και τον σχηματισμό ενός συνόλου έντονα χρωματισμένων χρωματοσωμάτων
αρχ.
1. συμπυκνωμένη ύλη
2. (για τους παλμούς) επιτάχυνση
3. άθροιση.