συμπύκνωση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η αύξηση της πυκνότητας, το να καταστεί πυκνότερο κάτι
2. (χημ) χημική αντίδραση, κατά τη διάρκεια της οποίας δύο μόρια συνενώνονται, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός μεγαλύτερου μορίου και με ταυτόχρονη αποβολή ενός εν γένει μικρότερου μορίου (σχετικά με κείμενο) η επίτευξη περιεκτικότητας και σαφήνειας στη δήλωση τών διαφόρων εννοιών
3. (φυσ.-μετεωρ.) η μετάβαση ενός αερίου ή ατμού σε μια συμπυκνωμένη κατάσταση της ύλης, δηλαδή στην υγρή ή στη στερεά κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συμπύκνωσις, μαρτυρείται από το 1874 στον Θ. Παπαδημητρακόπουλο].