άθροιση
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Greek Monolingual
η (Α ἄθροισις και ἅθροισις)
νεοελλ.
πρόσθεση
αρχ.
συνάθροιση, συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθροίζω (ή ἁθροίζω).
ΠΑΡ. αθροίσιμος].