άθροιση

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η (Α ἄθροισις και ἅθροισις)
νεοελλ.
πρόσθεση
αρχ.
συνάθροιση, συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθροίζωἁθροίζω).
ΠΑΡ. αθροίσιμος].