πτωχογνωμοσύνη

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Greek (Liddell-Scott)

πτωχογνωμοσύνη: ἡ, φιλαργυρία, Κ. Μανασσ. Χρον. 5798.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -γνωμοσύνη (< -γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλο-γνωμοσύνη.