γνωμοσύνη
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
ἡ, prudence, judgement, Sol.16.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
inteligencia γνωμοσύνης δ' ἀφανὲς χαλεπώτατόν ἐστι νοῆσαι μέτρον es muy difícil concebir la invisible magnitud de su inteligencia ref. a la divinidad, Sol.16.1.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, Beurtheilungskraft, Sol. bei Clem. Al. p. 694.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμοσύνη: ἡ, φρόνησις, κρίσις, Σόλων 8.1.
Greek Monolingual
γνωμοσύνη, η (Α) γνώμων
σύνεση, κρίση.
Greek Monotonic
γνωμοσύνη: ἡ (γνώμων), σύνεση, φρόνηση, προνοητικότητα, ευκρισία, σε Σόλ.