πτωχογνωμοσύνη
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek (Liddell-Scott)
πτωχογνωμοσύνη: ἡ, φιλαργυρία, Κ. Μανασσ. Χρον. 5798.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -γνωμοσύνη (< -γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλογνωμοσύνη.