πυκνόμαλλος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πυκνές τρίχες, δασύτριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. σγουρό-μαλλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].