πτωχευτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν πτωχεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώχευση («πτωχευτική διαδικασία»)
2. φρ. α. «πτωχευτικός συμβιβασμός» — η άρση τών διαφορών πτωχεύσαντος εμπόρου και τών δανειστών του, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, στα όρια της πτωχευτικής διαδικασίας
β) «πτωχευτικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος του εμπορικού δικαίου που ρυθμίζει την πτώχευση, δηλαδή την έννομη κατάσταση του εμπόρου ή και του μή εμπόρου ο οποίος, λόγω διαρκούς οικονομικής αδυναμίας, έχει παύσει τις πληρωμές του.