ραδίκι

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα ραδίκια
βοτ. κοινή ονομασία του γένους κιχώριο, με κυριότερα ελληνικά είδη το αντίδι και την πικραλίδα ή άγριο ραδίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. radicchio (βλ. και λ. ῥάδαμνος)].