ράσο

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ῥάσον, ΝΜΑ
μακρύ, πλατύ μαύρο ένδυμα κληρικών και μοναχών
νεοελλ.
1. συνεκδ. ο κλήρος, το σύνολο τών κληρικών και μοναχών
2. παροιμ. «το ράσο δεν κάνει τον παπά» — η εξωτερική εμφάνιση ή η επίσημη ανακήρυξη δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην πραγματική αξία
μσν.
ως επίθ. ῥάσος, -η, -ον
τριμμένος, φθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rasus «ξυσμένος, τριμμένος», μτχ. παρακμ. του ρ. rado «ξύνω, ξυρίζω». Το ένδυμα αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι ήταν φτειαγμένο από ένα είδος μάλλινου υφάσματος χωρίς χνούδι, χωρίς πέλος].