πέλος

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

το
τρίχωμα σε ορισμένα υφάσματα και χαλιά («το πέλος του βελούδου είναι απαλό»).