ρίγανη
Greek Monolingual
η, Ν
1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και ανθοφόρων κορυφών διαφόρων ειδών του γένους ορίγανο και, κυρίως, του είδους Origanum vulgare, που χρησιμοποιείται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά
2. κοινή ονομασία του γένους ορίγανο
2. φρ. α) «κολοκύθια με τη ρίγανη» — λέγεται για κάτι το ασυνάρτητο ή για να δηλώσει αδιαφορία ή υποτίμηση για κάτι
β) «βάλ' του ρίγανη» — λέγεται για καταστάσεις αθεράπευτες, αδιόρθωτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀρίγανον (με σίγηση του αρκτικού άτονου ο-, πρβλ. ρεβίθι < αρχ. ἐρέβινθος) κατά το γένος τών: θρούμπη, σφάκα κ.λπ.].