Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορίγανο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή)
χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη
αρχ.
φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» — αρτυματική και μυρεψική πόα, η κατ' εξοχήν ρίγανη
β) «ὀρίγανον βλέπω» — κοιτάζω άγρια, βλοσυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. αφρικανικής προέλευσης. Η άποψη κατά την οποία η λ. είναι σύνθ. < θ. ορι- / ορει- (< όρος
[II] «βουνό»)+ γάνος «στολίδι, κόσμημα» θεωρείται παρετυμολογική].