υποτίμηση
Greek Monolingual
η / ὑποτίμησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑποτιμῶ
νεοελλ.
1. μείωση της τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι»)
2. μείωση της συναλλακτικής αξίας της εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία γίνεται με στόχο την εξάλειψη διαχρονικών ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών (α. «υποτίμηση της δραχμής δεν πρόκειται να γίνει» β. «υποτίμηση της λιρέτας έναντι της ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας κατά 5%»)
3. το να υποτιμά κανείς κάποιον ή κάτι, να του αποδίδει μικρότερη αξία ή σημασία από αυτήν που πραγματικά έχει (α. «υποτίμηση του κινδύνου» β. «υποτίμηση της δύναμης του αντιπάλου»)
μσν.-αρχ.
μετριασμός («δικῶν ἐπαγωγάς, καὶ σκήψεις, καὶ ἀναβολάς, καὶ τιμήσεις, καὶ πάλιν ὑποτιμήσεις», Φίλ)
αρχ.
1. αποτίμηση τών δυνατοτήτων κάποιου για φορολογία ή αποζημίωση
2. έκκληση για άφεση ή για εξαίρεση («οὔτε ὑποτίμησιν εἰπών, οὔτε προφάσει χρησάμενος», Πλούτ.).