ῥοΐζω

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἵππον, (ῥοή)

   A water a horse, ride him in a pond, ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ Hippiatr.87.—The form ῥοϊζομένους is dub.l.in Str.14.5.12.

German (Pape)

[Seite 848] ἵππον, ein Pferd schwemmen, in die Schwemme reiten, auch im med., Lob. Phryn. 616.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοΐζω: ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ ὕδωρ νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ τύπος ῥοϊζομένους εἶναι παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ΜΑ ῥόος / ῥοή]
(σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.).