ῥυτιδῶ, -όω, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος](μτβ.) προξενώ ρυτίδωση σε κάποιον ή σε κάτι, ζαρώνω κάποιον ή κάτιαρχ.μτφ. κατηγορώ κάποιον ψευδώς και κακοβούλως, διαβάλλω.