ρώγα
Greek Monolingual
η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και ράγα, Ν, και ῥάξ, Α
(κυρίως για το σταφύλι) μικρός σφαιροειδής καρπός (α. «της αγίας Μαρίνας ρώγα και τ' άγιο Λιος σταφύλι», δημ. τραγούδι
β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῡ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η θηλή του μαστού
2. η ρώβα
3. το εσωτερικό τμήμα του άκρου τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για λ. κάποιου γλωσσικού υποστρώματος πιθ. της περιοχής της Μεσογείου, όπως συμβαίνει και με άλλες λ. σχετικές με το κρασί (βλ. λ. οίνος). Ο τ. ῥάξ, παρά τις μορφολογικές διαφορές που υπάρχουν, πρέπει μάλλον να συνδεθεί με το λατ. racēmus «ρώγα σταφυλιού». Δυσερμήνευτος, τέλος, παραμένει ο φωνηεντισμός του τ. ῥώξ].