ρώβα

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία είδους τριχωτής αράχνης, αλλ. ρώγα και ρωγαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρώγα].