ο, και σανό, το, Ν1. χόρτο από διάφορα αγρωστώδη ή χεδρωπά, που θερίζεται πριν να ωριμάσει εντελώς και το οποίο, αφού ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή2. στον πληθ. τα σανάτο σύνολο της συγκομιδής τών παραπάνω χόρτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. seno].