σαράβαλο
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο»)
2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο
β) τελείως εξαντλημένο από μεγάλη θλίψη ή από σοβαρή ασθένεια άτομο («είχε καταντήσει αγνώριστη από την αγρύπνια κι από τη θλίψη, σωστό σαράβαλο, Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από τον τ. σαράγαρον «είδος οχήματος, τετράτροχης άμαξας»].