σαρανταποδαρούσα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του μυριάποδου σκολόπενδρα
2. η χιλιοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. -ούσα (< μτχ. ρημάτων σε -ώ), πρβλ. ξανθομαλλ-ούσα].