σαυρίδι

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σαυρίδιν, ΝΜ, και σαβρίδι και σαφρίδι και σταυρίδι Ν
κοινή σήμερα ονομασία 11 ειδών περκόμορφων ιχθύων του γένους τράχουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σαυρ-ίδιον, υποκορ. τών σαύρα / σαῦρος «είδος ψαριού»].