και σέχτα, η, Ν1. αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις2. πολιτική μερίδα κόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].