σέκτα

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σέχτα, η, Ν
1. αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις
2. πολιτική μερίδα κόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].