σεληνιασμός

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ὁ,

   A epilepsy, Vett.Val.127.6, al.

German (Pape)

[Seite 870] ὁ, die Mondsucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιασμός: ὁ, ἐπιληψία, ἱερὰ νόσος καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. σεληνιάζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σεληνιάζομαι
η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση της Σελήνης και τών φάσεών της.