σημάδεμα
Greek Monolingual
το, Ν
σημαδεύω
1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση
2. σκόπευση
3. σακάτεμα.
το, Ν
σημαδεύω
1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση
2. σκόπευση
3. σακάτεμα.