σιδηροκόλεος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,

   A iron-sheathed, μάχαιρα PCair.Zen.54.41 (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτο-κόλεος)].