σιδηροκόλεος

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκόλεος Medium diacritics: σιδηροκόλεος Low diacritics: σιδηροκόλεος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΟΛΕΟΣ
Transliteration A: sidērokóleos Transliteration B: sidērokoleos Transliteration C: sidirokoleos Beta Code: sidhroko/leos

English (LSJ)

σιδηροκόλεον, iron-sheathed, μάχαιρα PCair.Zen.54.41 (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτοκόλεος)].