σήσαμο

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α
το σουσάμι
μσν.-αρχ.
ο σπόρος ή ο καρπός του σησάμου, της σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου», Στράβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σήσαμα
το μέρος της αγοράς όπου πωλείται σουσάμι
3. φρ. «σήσαμον τὸ ἄγριον» — το φυτό κίκι, ρίκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, πρβλ. τα: ακκαδ. šamaššammu(m), εβρ. šumšon, χεττιτ. šam(m)am(m)a. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sasama)].