ρίκινος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. επιστημονική ονομασία της ρετσινολαδιάς ή καστορολαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ricinus (< λατ. ricinus «είδος φυτού»)].