Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρίκινος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. επιστημονική ονομασία της ρετσινολαδιάς ή καστορολαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ricinus (< λατ. ricinus «είδος φυτού»)].