ρίκινος

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. επιστημονική ονομασία της ρετσινολαδιάς ή καστορολαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ricinus (< λατ. ricinus «είδος φυτού»)].