σκαφέας
Greek Monolingual
ο / σκαφεύς, -έως, ΝΜΑ
ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς
αρχ.
σκαφηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ' απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. -εύς].