σκοτίας

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, ein Finsterling, der sich im Finstern hält, der sich verbirgt oder verbergen muß, bes. ein entlaufener Sklave, tenebrio, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ σκότει κρυπτόμενος, δοῦλος δραπέτης, Λατ. tenebrio, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κρύβεται και ζει στο σκοτάδι, δούλος, δραπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός, παράνομος» + επίθημα -ίας (πρβλ. ἀνθρακ-ίας, πωγων-ίας)].