σκόπευση

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σκόπευσις, -εύσεως, ΝΑ σκοπεύω
νεοελλ.
1. κατεύθυνση της βολής σε έναν στόχο, σημάδεμα
2. διόπτευση ενός σημείου με όπλο ή με οπτικό όργανο
3. στρ. διαδικασία που συνίσταται στην πρόσδοση σε κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης και ύψωσης, ώστε το βλήμα του να πλήξει τον στόχο
4. (τοπογρ.-φωτογρ.) κατεύθυνση του οπτικού άξονα της διόπτρας ή της εικονοληπτικής συσκευής προς τον στόχο
5. φρ. α) «σκόπευση κατά διεύθυνση» ή «σκόπευση κατ' αζιμούθιο»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης ώστε το βλήμα του να κατευθυνθεί προς τον στόχο
β) «σκόπευση καθ' ύψος»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής ύψωσης ώστε το βλήμα του να φθάσει στον στόχο
γ) «άμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς έναν στόχο ορατό
δ) «έμμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς μη ορατό στόχο
αρχ.
προσεκτική παρατήρηση, κατόπτευση.