επιθυμητής

From LSJ

Greek Monolingual

ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) επιθυμώ
1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτιτιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.)
2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.)
3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο ακόλαστος («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).