σκοτομήνιος

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον, dark and moonless, νύξ Od.14.457.

German (Pape)

[Seite 905] mondfinster; νύξ, dunkle Nacht, ohne Mondlicht, Od. 14, 457.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτομήνιος: -ον, σκοτεινὸς καὶ ἀσέληνος, νὺξ Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non éclairé par la lune.
Étymologie: σκοτομήνη.

English (Autenrieth)

(σκότος, μήν): dark from the absence of moonlight, moonless, νύξ, Od. 14.457†.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο-μήνιος].