Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ σμήχωνεοελλ.ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό τουαρχ.1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή3. σκούπισμα.